- πυξίνεος
- -έα, -ον, Αβλ. πύξινος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πύξινος — η, ο / πύξινος, ίνη, ον, ΝΑ, και πυξίνεος, έα, ον, Α ο κατασκευασμένος από ξύλο πύξου («πυξίνη φόρμιγξ», Θεόκρ.) αρχ. 1. κίτρινος όπως το ξύλο τής πύξου, ωχρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύξινον πινακίδα από πύξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» +… … Dictionary of Greek
πυξινέην — πύξινος made of box wood fem acc sg (epic ionic) πυξίνεος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)